- ωλένιος
- -α, -ο / ὠλένιος, -ία, -ον, ΝΑ [ὠλένη]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ωλένη2. αυτός που βρίσκεται στην ωλένη («ωλένιο νεύρο»)αρχ.φρ. «αἲξ ὠλενία» — ο αστέρας τής Αιγός που βρίσκεται στον αστερισμό τού Ηνιόχου (Άρατ.).
Dictionary of Greek. 2013.